- νυχθημερήσιος
- νυχθ-ημερήσιος, α, ον, = sq., Tz.ad Hes.Op.412.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
νυχθημερήσιος — νυχθημερήσιος, ία, ον (Μ) [νυχθήμερος (Ι)] νυχθήμερος* … Dictionary of Greek
νυχθημερησίαν — νυχθημερησίᾱν , νυχθημερήσιος fem acc sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)